Περπατώντας στην άλλη Θεσσαλονίκη
Εδώ και λίγο καιρό είχα αντιληφθεί ότι ο Γιάννης Γκλαρνέτατζης, ιστορικός και κεντρική φυσιογνωμία των κοινωνικών κινημάτων της Θεσσαλονίκης τα τελευταία 20 περίπου χρόνια (μέλος της Αντιρατσιστικής Πρωτοβουλίας και αντιπρόεδρος του σωματείου βιβλίου-χάρτου Βορείου Ελλάδος είναι δύο από τις πολλές του σχετικές ιδιότητες) πραγματοποιούσε κάθε χρόνο δωρεάν ξεναγήσεις στην πόλη, σε διάφορα γνωστά και άγνωστα σημεία του ιστορικού κέντρου. Κάτι όμως οι υποχρεώσεις, κάτι η τεμπελιά, κάτι τα σαββατιάτικα ξενύχτια (οι ξεναγήσεις γίνονται συνήθως Κυριακή), δεν είχα καταφέρει μέχρι σήμερα να συμμετάσχω σε καμία από αυτές τις περιηγήσεις, παρότι είχα ακούσει τα καλύτερα για αυτές.
Η πρόσφατη έκδοση του Ημερολογίου-Χρονολογίου Θεσσαλονίκη 2012 από τον -εκδοτικό συνεταιρισμό πλέον- alterthess με έψησε τελικά όσο ακριβώς χρειαζόταν για να βρεθώ σήμερα στις 12 ακριβώς το μεσημέρι στο άγαλμα του Βενιζέλου για την ξενάγηση που διοργανώθηκε με ευκαιρία αυτή την πολύ όμορφη προσπάθεια. Η μέρα ήταν ιδανική για έναν περίπατο στην πόλη, λιακάδα χωρίς καθόλου κρύο. Με μισή ωρίτσα καθυστέρηση για να μαζευτούμε όλοι (ήμασταν γύρω στους 25 περίπου από όλες τις ηλικίες ανάμεσα στα 20 και τα 65) ξεκινήσαμε τη βόλτα μας στην πόλη έχοντας το Γιάννη ως οδηγό στα διάφορα σημεία που είχε επιλέξει να μας παρουσιάσει ή να τα χρησιμοποιήσει ως αφόρμηση για κάποια σύντομη ή πιο εκτεταμένη ιστορική διήγηση. Για λόγους οικονομίας χρόνου δεν επρόκειτο να μπούμε στο εσωτερικό κανενός μνημείο ή κτιρίου -πράγμα που τελικά δεν μας έλειψε καθόλου, αφού ένα μεγάλο κομμάτι όσων μας αφηγήθηκε ο Γιάννης διαδραματίστηκε στους δρόμους αυτής της πόλης.
Σιγά-σιγά ξεδιπλώνονταν μπροστά μας κομμάτια της ιστορίας της Θεσσαλονίκης, της Σελανίκ, της Σαλόνικα, της Σόλουν, της Σαλονίκης, άλλα γνωστά και άλλα τελείως άγνωστα στους περισσότερους από μας. Χωρίς να σταθώ σε αυτά που γνωρίζουμε οι περισσότεροι και που μπορούμε εύκολα να αναζητήσουμε στο διαδίκτυο ή σε κάποιον τουριστικό οδηγό, θα προσπαθήσω να καταγράψω ορισμένα από τα πιο ενδιαφέροντα πράγματα που άκουσα από τον ξεναγό μας σήμερα, αλλά και από κάποιους συνοδοιπόρους που είχαν να προσθέσουν τις δικές τους γνώσεις σε αυτές του Γιάννη. Αυτό που αναδυόταν σιγά-σιγά μέσα από τα μνημεία και τις αφηγήσεις ήταν μια ιστορία επικαλύψεων, αλλαγών χρήσης και ιδιοκτησίας, τραγικών και κωμικών στοιχείων, ηρωικών και ταπεινωτικών στιγμών, και αυτά θα επιδιώξω να αναδείξω κι εγώ.
Πολύτιμος οδηγός μου σε αυτή την ανάρτηση είναι τα tweets μου από τις 4 περίπου ώρες στους δρόμους. Δυστυχώς, το κείμενο δεν θα συνοδευτεί από φωτογραφίες, καθώς φοβόμουν να μη μείνω από μπαταρία και προτίμησα μόνο να τουιτάρω. Για τα περισσότερα πάντως από τα μνημεία που αναφέρω μπορεί ο μη Θεσσαλονικιός να βρει εύκολα φωτογραφίες, οπότε μάλλον μικρό το κακό, ενώ οι ντόπιοι, αν δεν τα ξέρουν ήδη, να τα επισκεφτούν οπωσδήποτε! Για να σας αποζημιώσω πάντως έφτιαξα ένα πρόχειρο (το εννοώ το “πρόχειρο”) σχεδιάγραμμα της πορείας που ακολουθήσαμε με αφετηρία το άγαλμα του Βενιζέλου και κατάληξη το μνημείο της δολοφονίας του Γρηγόρη Λαμπράκη.
Από το άγαλμα του Βενιζέλου λοιπόν κοιτώντας προς τη θάλασσα είδαμε την πλατεία Αριστοτέλους, το παραδοσιακό πια κέντρο της πόλης, το μόνο από τα αρχιτεκτονικά σχέδια του Γάλλου αρχιτέκτονα Ερνέστου Εμπράρ που υλοποιήθηκε, όταν αυτός και η ομάδα του κέρδισαν το διεθνή διαγωνισμό για την ανοικοδόμηση της πόλης μετά την καταστροφική πυρκαγιά του 1917. Μια πυρκαγιά που θυμηθήκαμε πόσο εύκολο ήταν να κατακάψει ένα τόσο μεγάλο μέρος μιας πόλης με στενά σοκάκια και ξύλινα σε μεγάλο βαθμό σπίτια. Μέχρι τότε η σημερινή ανοιχτωσιά, ιδίως του πάνω μέρους της πλατείας, δεν ήταν παρά ένα ακόμη πυκνοκατοικημένο σημείο, το “τριεθνές”, όπως είπε χαρακτηριστικά ο Γ., όπου συναντιόντουσαν ο εβραϊκός, ο μουσουλμανικός και ο χριστιανικός μαχαλάς.
Ανατολικά του αγάλματος βρίσκεται το Μπέη Χαμάμ που μια φορά την εβδομάδα έκλεινε για το κοινό για να υποδεχθεί το Μπέη και το χαρέμι του. Δυτικά, στρέψαμε για λίγο την προσοχή μας στην Παναγία των Χαλκέων, δίπλα στην παλιά γειτονιά των χαλκωματάδων, που χτίστηκε πάνω στα ερείπια ενός ναού του Ηφαίστου με σκοπό να εξαγνιστεί σύμφωνα με κείμενο της εποχής ο “βέβηλος τόπος.” Χαρακτηριστικό του ότι η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη χτισμένη επάνω στον εαυτό της είναι το γεγονός ότι η βυζαντινή εκκλησία βρίσκεται 2-3 μέτρα κάτω από το επίπεδο της υπόλοιπης σημερινής πόλης.
Μέχρι εκείνη τη στιγμή όσα ακούγαμε ήταν λίγο-πολύ γνωστά στην παρέα μας. Την πρώτη πραγματικά άγνωστη ιστορία μας τη διηγήθηκε ο Γ. γύρω στα 50 μέτρα βορειοανατολικά του αγάλματος του Βενιζέλου, όταν μας έδειξε ένα σημείο του πλακόστρωτου και μας είπε: “Εδώ βρίσκονταν οι Μαγεμένες.” Τι ήταν αυτές; Μια σειρά από αγάλματα θεών της ελληνιστικής-ρωμαϊκής εποχής που αποτελούσαν κατά την οθωμανοκρατία τον αυλόγυρο ενός εβραϊκού σπιτιού -γι’ αυτό και είχαν επιζήσει. Πλήθος θρύλων υπήρχαν για τα αγάλματα αυτά που στη φαντασία του λαού ήταν κάτι σαν νεράιδες που μπορούσαν να σε πετρώσουν αν περνούσες από εκεί το βράδυ. Τι απόγιναν; Κάποιος Γάλλος αξιωματούχος στα μέσα του 19ου αιώνα τις μετέφερε με μια διαδικασία παρόμοια με αυτή που ακολούθησε ο Έλγιν τεμαχίζοντάς τες και σήμερα εκτίθενται στο Λούβρο…
Λίγα βήματα πιο πέρα ένα από τα πολλά παράδοξα (;) που συναντά κανείς στην πόλη αυτή: το σπίτι όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Μανόλης Αναγνωστάκης -υπάρχει και σχετική πλακέτα στην είσοδό του- εδώ και κάποια χρόνια είναι η έδρα της (αναρχικών προσανατολισμών) Αυτόνομης Θύρας 10 της ομάδας του Ηρακλή. Επίσης, πίσω από το νεοκλασικό αυτό βρίσκεται και το σπίτι όπου έμενε λίγο πριν φύγει για το εξωτερικό ένα από τα πιο επιφανή ξενιτεμένα τέκνα αυτής της πόλης.
Μπροστά στην Αρχαία Αγορά συζητήσαμε για τη μοίρα των δημοσίων έργων σε μια πόλη με τέτοια ιστορία, καθώς όπου και να σκάψει κανείς βρίσκει αρχαία. Στο συγκεκριμένο σημείο είχε προγραμματιστεί να χτιστεί το νέο Δικαστικό Μέγαρο της πόλης μερικές δεκαετίες πριν -είχε μάλιστα δοθεί ήδη και το όνομα πλατεία Δικαστηρίων- όταν ανακαλύφθηκαν ερείπια που οδηγούσαν στο συμπέρασμα ότι εκεί βρισκόταν η Αρχαία Αγορά. Η εξουσία της εποχής και οι εργολάβοι ήθελαν βέβαια να συνεχίσουν το έργο και μόνο μετά από αγώνες των αρχαιολόγων που έφτασαν να αναστηλώσουν μέσα σε μια νύχτα έναν κίονα εγκαταλείφθηκε η τοποθεσία.
Το πέρασμά μας από το Εργατικό Κέντρο έδωσε την ευκαιρία στο Γ. να μας μιλήσει για τα πέντε-έξι “Εργατικά Κέντρα” που διέθετε η πόλη την εποχή του Μεσοπολέμου καθώς τότε κάποιες παρατάξεις έφευγαν από το “επίσημο” ΕΚΘ που ελεγχόταν από τους κομμουνιστές για να φτιάξουν το δικό τους. Ξεχωριστή αναφορά έγινε και στους αρχειομαρξιστές που απ’ ό,τι φαίνεται είχαν τη μεγαλύτερή τους δύναμη συγκεντρωμένη στη Θεσσαλονίκη.
Φτάσαμε έτσι και στην οδό Αγίου Δημητρίου, αφιερωμένη στον προστάτη Άγιο της πόλης του οποίου όμως η εκκλησία παρότι η μεγαλύτερη και πιο σημαντική δεν υπήρξε ποτέ Μητρόπολη. Η Αγίου Δημητρίου ήταν από τα ρωμαϊκά-βυζαντινά χρόνια η δεύτερη σε σπουδαιότητα οδική αρτηρία της πόλης μια και συνέδεε και τις δύο μικρότερες πύλες της ανατολικά και δυτικά. Η οδός αυτή κατά το τέλος του 19ου αιώνα και αρχές του 20ου ονομαζόταν οδός Μιτάτ Πασά, από το όνομα ενός Οθωμανού μεταρρυθμιστή της εποχής, διοικητή για λίγους μήνες και αυτής της πόλης, που συμμετείχε σε προσπάθειες εκδημοκρατισμού της αυτοκρατορίας, αλλά τελικά έφαγε το κεφάλι του.
Είναι γνωστό σε όλους ότι το κτίριο όπου στεγάζεται σήμερα η Γενική Γραμματεία Μακεδονίας-Θράκης ήταν επί Οθωμανών το Διοικητήριο της πόλης αλλά και της ευρύτερης διοικητικής περιφέρειας. Αυτό που δεν είναι ευρέως γνωστό είναι ότι το συγκεκριμένο σημείο αποτελούσε διοικητικό κέντρο όχι μόνο για τους Οθωμανούς, αφού εκεί βρισκόταν πριν το πολύ πιο ταπεινό Κονάκι, αλλά και για τους Ρωμαίους, αφού τα αρχαία που έχουν βρεθεί ακριβώς απέναντι -σε εργασίες για την κατασκευή πάρκινγκ σε αυτή την περίπτωση- πρόκειται κατά πάσα πιθανότητα για διοικητικά κτίρια της ρωμαϊκής εποχής. Α, να μην παραλείψω να αναφέρω ότι όταν το κτίριο πέρασε σε ελληνικά χέρια απέκτησε και πανωσήκωμα!
Δίπλα ακριβώς στο Διοικητήριο βρίσκεται η οδός Προξένων (σε μια γωνιακή πολυκατοικία της οποία γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Κώστας Βουτσάς). Η οδός ονομάστηκε έτσι στη μνήμη δύο Προξένων (της Γαλλίας και της Γερμανίας) που λιντσαρίστηκαν από το μουσουλμανικό όχλο το 1876, παράπλευρες απώλειες της απαγωγής και ανταπαγωγής μιας Χριστιανής (σλαβόφωνης) από έναν Τούρκο. Το λιντσάρισμά τους έφερε τους ευρωπαϊκούς (και τον ελληνικό) στόλους στο λιμάνι με τα κανόνια τους στραμμένα στο μουσουλμανικό μαχαλά στην Άνω Πόλη. Το επεισόδιο, που θα μπορούσε άνετα να γίνει βιβλίο ή ταινία, έληξε με την εκτέλεση κάποιων από τους υποτιθέμενους πρωταίτιους ώστε να εξευμενιστούν οι Δυνάμεις της εποχής.
Στην οδό Συγγρού συναντήσαμε αρχικά την εβραϊκή Συναγωγή των Μοναστηριωτών, τη μοναδική που διασώθηκε από τη μανία των Ναζί όταν κατάλαβαν ότι έχαναν τον πόλεμο, κι αυτό χάρη στο γεγονός ότι τότε ο Ερυθρός Σταυρός τη χρησιμοποιούσε ως αποθήκη τροφίμων. Είχε χτιστεί από δωρεές πλούσιων Εβραίων του Μοναστηρίου (Μπίτολα), σε μια πόλη όπου δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι ανθούσε η ισπανοεβραϊκή (σεφαραδίτικη) κοινότητα από το 16ο αιώνα μέχρι το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο περίπου, άσχετα με το αν οι αρχές και το μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων της κάνουν ότι μπορούν για να ξεχαστεί αυτό μετά τον πόλεμο…
Λίγο πιο κάτω, στη συμβολή της Συγγρού με τη Φιλίππου, βρίσκεται το 4ο Γυμνάσιο/Λύκειο όπου τη νύχτα που δολοφονήθηκε ο Τεμπονέρας το 1991, στο πλαίσιο του οργανωμένου σχεδίου των Ρέιντζερς της ΟΝΝΕΔ να σπάσουν οι καταλήψεις, εισέβαλαν τραμπούκοι και ξυλοκόπησαν μαθητές που βρίσκονταν μέσα στην κατάληψη. Στο χώρο την άλλη μέρα βρέθηκαν τα ματωμένα πουκάμισα των μαθητών. Τότε ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ, Κωνσταντίνος Σημίτης, είχε πει στον Υπουργό Παιδείας Βασίλη Κοντογιαννόπουλο: “Βάψατε τα χέρια σας με αίμα.” Λίγα χρόνια μετά τον έκανε υπουργό του. Φαίνεται είχε φύγει το αίμα από τα χέρια του. Αίμα που από ότι φαίνεται αυτή η περιοχή το τραβούσε από παλιά, αφού δυο στενά πιο κάτω έπεσε νεκρός ο αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης στη μεγάλη απεργία του Μάη του 1936 και οι απεργοί σύντροφοί του έβαλαν το πτώμα του πάνω σε μια πόρτα κατευθυνόμενοι προς την Βενιζέλου όπου δέχτηκαν τα ομαδικά πυρά της αστυνομίας… Η φωτογραφία της μάνας πάνω από το νεκρό, στο οδόστρωμα, θα εμπνεύσει στο Ρίτσο τον “Επιτάφιο”.
Το Μπιτ Παζάρ χτίστηκε το 1926 για να φιλοξενήσει τα παλαιοπωλεία της περιοχής και από τα τέλη της δεκαετίας του ’90 μετατράπηκε σε πιάτσα μεζεδοπωλείων και ουζερί για φοιτητές κυρίως. Μέσα και γύρω από αυτό εξακολουθούν την ημέρα να λειτουργούν ακόμη κάποια παλαιοπωλεία. Είναι αξιοσημείωτο αυτό που μας ανέφερε ο Γιάννης, ότι δηλαδή και στην πόλη των Σκοπίων υπάρχει ένα μέρος με ανάλογη αλλαγή χρήσης και με το ίδιο όνομα!
Στρίβοντας από τη Φιλίπου στη Σιατίστης βρεθήκαμε μπροστά σε έναν χώρο που γεννά αμφίσημα συναισθήματα, όπου γράφεται η σημερινή ιστορία της πόλης, τον Ξενώνα Προσφύγων, που μετά από την αισχρή οικονομική διαχείρισή του από μια ΜΚΟ, αφέθηκε στο έλεος της τύχης και της αδιαφορίας των επίσημων δομών και παραμένει ανοιχτός χάρη στις προσπάθειες λίγων και ηρωικών αλληλέγγυων. Στην πόρτα του πρόβαλαν μερικοί από τους ενοίκους που μας χαμογέλασαν αναγνωρίζοντας ανάμεσά μας γνώριμα πρόσωπα που έχουν σταθεί τόσον καιρό στο πλευρό τους.
Από ένα ακόμη παιχνίδι της μοίρας ο Ξενώνας βρίσκεται στην καρδιά αυτού που είχε γίνει στην Κατοχή το εβραϊκό γκέτο για το οποίο έχουν μιλήσει τόσο ο Γιώργος Ιωάννου όσο και ο Ηλίας Πετρόπουλος. Ο Γ. μας αφηγήθηκε τη σύντομη ιστορία ενός νεαρού Εβραίου που είχε γίνει τσιράκι των Γερμανών εκεί και ο οποίος αφού γλίτωσε -φυσικά- το στρατόπεδο συγκέντρωσης και ταξίδεψε στη μισή Μεσόγειο είχε το θράσος να επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη λίγο μετά τον πόλεμο, όπου αναγνωρίστηκε, συνελήφθη, δικάστηκε και εκτελέστηκε στην Κέρκυρα. Στο εκτελεστικό απόσπασμα βρισκόταν και ένας Εβραίος στρατιώτης από τη Δράμα…
Κάπου εδώ η συντροφιά μας είχε (όπως κι εσείς φαντάζομαι) αρχίσει να κουράζεται, αλλά είχαμε δρόμο ακόμη. Δεν είχαμε βρεθεί καν επί της Εγνατίας ούτε και κάτω από αυτή. Πρώτα όμως κάναμε ένα σύντομο πέρασμα από το πρώην Δημαρχείο που στεγαζόταν σε ένα κτίριο το οποίο αρχικά είχε χτιστεί και είχε λειτουργήσει ως Καραβάν Σαράι (υπάρχει και σχετική ταινία της δεκαετίας του ’80) και φιλοξένησε την εποχή του εμφυλίου τους περίφημους “ανταρτόπληκτους” από τα ορεινά χωριά. Δίπλα στο Καραβάν Σαράι το αναστηλούμενο σήμερα Χαμζά Μπέη Τζαμί, το επονομαζόμενο “Αλκαζάρ”, που μετά την αποχώρηση των μουσουλμάνων φιλοξένησε δια της μεθόδου της κατάληψης αρκετά εμπορικά καταστήματα καθώς και έναν θρυλικό κινηματογράφο.
Βγαίνοντας στην Εγνατία στρέψαμε το βλέμμα μας απέναντι από το Αλκαζάρ, στη περίφημη γόβα του Καρύδα, ένα τεράστιο κιτς κατασκεύασμα με φωτάκια που περιστρεφόταν πάνω από το υποδηματοπωλείο του Καρύδα και τη Fena αργότερα μέχρι που φαλήρισε. Για δεκαετίες υπήρξε κλασική εικόνα της αγοράς της Θεσσαλονίκης σε Επίκαιρα και σε ρεπορτάζ από την πόλη…
Αφού περάσαμε από το Hotel Kinissis Palace, το παλιό “Σέρραι” όπου διαδραματίστηκε το 1959 μια δολοφονία που συντάραξε την πόλη, αλλά και ενέπνευσε ιδιαίτερα τον Σάκη Σερέφα, φτάσαμε στην περίφημη στάση του ΟΑΣΘ “Αντιγονιδών” από όπου περνούν τα περισσότερα αστικά από κάθε άλλη και τελικά διασχίζοντας την Εγνατία σταματήσαμε λίγο πιο κάτω, στη Λέοντος Σοφού, για να μιλήσουμε για αυτόν που έδωσε το όνομά του στην περιοχή αυτή που λέγεται “Κολόμβου.” Αν νομίζετε ότι πρόκειται για τον Χριστόφορο και κάποια μυστική του σχέση με τη Θεσσαλονίκη, χάσατε. Η Κολόμβου πήρε το όνομά της από τον Ιταλό μάγειρα Τζάκομο Κολόμπο, ο οποίος, αφού ακολούθησε με την καντίνα του τα συνεργεία που κατασκεύαζαν τη σιδηροδρομική γραμμή που ένωνε την πόλη με την Ευρώπη, εγκαταστάθηκε εδώ και έφτιαξε ένα ξενοδοχείο με το όνομά του στη γωνία Λέοντος Σοφού με Βαλαωρίτου.
Εκεί όπου η Λέοντος Σοφού συναντά την οδό Φράγκων βρίσκεται ένα νεοκλασικό μέγαρο με μεγάλη και ταραχώδη ιστορία. Το οίκημα με την επιβλητική πρόσοψη χτίστηκε το 1826 από την πλουσιότερη και σημαντικότερη ελληνορθόδοξη οικογένεια της Θεσσαλονίκης, τους Άμποτ (Άββοτ), της οποίας ο πατριάρχης είχε έρθει αιώνες πριν από τη Σκωτία. Το φτωχικό αυτό σπιτάκι έμεινε στα χέρια της οικογένειας μέχρι που ένας από τους απογόνους της κατάφερε να χάσει στα χαρτιά και στις γυναίκες την περιουσία που είχε αποκτηθεί κυρίως χάρη στο εμπόριο… βδελλών. Τότε το σπίτι πέρασε στα χέρια άλλων βδελλών, της Οθωμανικής Αυτοκρατορικής Τράπεζας (ευρωπαϊκών συμφερόντων), που το κατέστησε έδρα της. Κι εδώ, φίλε αναγνώστη, αρχίζει και η μεγαλύτερη παρέκβαση του ξεναγού μας, ο οποίος μας ξεδίπλωσε την ομολογουμένως συναρπαστική ιστορία των Γκεμιτζί, μιας νετσαγεφικής αναρχικής ομάδας σλαβικής καταγωγής, που στις αρχές του 20ου αιώνα βάζει σκοπό να φέρει το χάος στην πόλη ανατινάζοντας μια ντουζίνα σχεδόν στόχους, ανάμεσα τους και το συγκεκριμένο κτίριο, για την ανατίναξη του οποίου έσκαψαν λαγούμι από ένα παρακείμενο παντοπωλείο βγάζοντας τα μπάζα σε σακιά από εμπορεύματα. Ο Γιάννης αναφέρθηκε πιο εκτεταμένα στη ζωή ενός από τους βομβιστές που φτάνει να γίνει 40τόσα χρόνια μετά Υπουργός Δικαιοσύνης της νεοϊδρυθείσας τότε Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας και τελικά πέφτει σε δυσμένεια, εξορίζεται και πεθαίνει σε ξερονήσι της Αδριατικής. Α, από την έκρηξη επέζησε μόνο η πρόσοψη του κτιρίου, που αργότερα στέγασε το ΙΚΑ και σήμερα στεγάζει το Κρατικό Ωδείο το οποίο αντιμετωπίζει τεράστια οικονομικά προβλήματα.
Η οδός Φράγκων πήρε το όνομά της από τους Δυτικοευρωπαίους που ζούσαν εκεί κατά την Οθωμανοκρατία, αλλά και από την καθολική εκκλησία που υπάρχει ακόμη. Δίπλα της βρίσκεται το κτίριο που πριν πολλά ήταν το νοσοκομείο “Άγιος Παύλος” στο οποίο διακονούσαν Αδερφές του Ελέους και τους τελευταίους δύο μήνες περίπου φιλοξενεί την κατάληψη “Επιβίωση” -μια κατάληψη που προσπαθεί με πενιχρά μέσα και πολύ πείσμα να απαντήσει στο πρόβλημα άστεγων συνανθρώπων μας, ακόμη και οικογενειών…
Στο κέντρο της σημερινής νυχτερινής Θεσσαλονίκης (Βαλαωρίτου-Συγγρού) βρίσκεται η Στοά Μαλακοπή, που μέχρι πρότινος στέγαζε την ιστορική “Παπαρούνα”. Το ρολόι που βρίσκεται ψηλά στην πρόσοψη της εισόδου έχει σταματήσει στις 11:07, την ώρα του μεγάλου σεισμού του 1978. Στο ίδιο τετράγωνο συναντήσαμε και την οικία της βαθύπλουτης οικογένειας των Εβραίων Αλλατίνι, που ζούσαν στην ίδια περιοχή με τους φτωχότερους ομόθρησκούς τους πριν μετακομίσουν ανατολικά, στη γνωστή ομώνυμη περιοχή. Μπροστά από αυτό το νεοκλασικό που στεγάζει μια βιοτεχνία και διάφορα μπαράκια ξεκινά η μικροσκοπική οδός Παΐκου που μας δίνει μια ιδέα για το πόσο στενά ήταν τα δρομάκια παλιότερα και για το πόσο εύκολα μπορούσαν να εξαπλωθούν οι πυρκαγιές που εκδηλώνονταν συχνά κατά το 19ο αιώνα και μέχρι τις αρχές του 20ου.
Είχαμε μπει πια στην τελική ευθεία του περιπάτου μας και κάποιοι ήδη κατάκοποι και πεινασμένοι είχαν αρχίσει να λακίζουν. Πλησιάζαμε τις παραδοσιακές αγορές της πόλης, αφήνοντας πίσω μας την παλιά εκκλησία του Αγίου Μηνά, που μόνο αυτή σώθηκε από όλα τα κτίσματα της περιοχής κατά την πυρκαγιά του 1917 και η οποία βγάζει τον Επιτάφιο στις 4 το απόγευμα τη Μ. Παρασκευή. Διαγώνια απέναντί της βρίσκεται η Στοά Σαούλ (Μοδιάνο), που κάποτε ανήκε σε μια άλλη πλούσια εβραϊκή οικογένεια, του Μοδιάνο. Σήμερα ανήκει στους αδελφούς Φωκά, αδελφούς Τερκενλή, Σ. Στυλιανού και στο ελληνικό Δημόσιο -γιατί άραγε…
Γιαχουντί Παζάρ Χαμάμ (Λουλουδάδικα), Αγορά Μοδιάνο, Καπάνι, αγορές με μαγαζιά όπου συναντά κανείς το παλιό με το καινούριο αντάμα, το μερακλίδικο με το κιτς, χωρίς να περνάει από το μυαλό του ότι 80 χρόνια πριν στα σοκάκια μιας από αυτές (Καπάνι) μέλη της φασιστικής 3Ε δολοφονούν τον αριστερό εργάτη Χαρίτωνα Στραμπουλίδη. Οι συλληφθέντες δεν θα καταδικαστούν και την περίοδο της Κατοχής θα γίνουν Ταγματασφαλίτες…
Προτελευταίος σταθμός το Μπεζεστένι, κτίριο που φιλοξενούσε επί Οθωμανών τα μαγαζιά ειδών πολυτελείας που απαιτούσαν φύλαξη και γι’ αυτό ήταν απαραίτητο ένα κτίριο με στέρεους τοίχους σε αντίθεση με τους υπαίθριους πάγκους της σκεπαστής αγοράς που εκετεινόταν τότε δίπλα ακριβώς, επί της Βενιζέλου από την Εγνατία ως την Ερμού.
Αυτή η βαθιά πολιτική ξενάγηση δεν θα μπορούσε να τελειώσει παρά στο σημείο μιας πολιτικής δολοφονίας που δεν συγκλόνισε μόνο την Ελλάδα, αλλά ολόκληρο τον κόσμο. Στη γωνία Ερμού και Βενιζέλου, εκεί όπου το Μάη του 1963 το παρακράτος, που τότε επρόκειτο ουσιαστικά για το ίδιο το κράτος, δολοφονεί το Γρηγόρη Λαμπράκη, πασιφιστή βουλευτή της ΕΔΑ, με μια συνομωσία που, όπως θα αποκαλυφθεί σιγά-σιγά λίγο αργότερα, φτάνει μέχρι τα πιο υψηλά κλιμάκια της Χωροφυλακής. Αυτά στο παρελθόν. Σήμερα, δυο λεπτομέρειες δείχνουν τις βαθιές αντιφάσεις ετούτης της πόλης. Εκεί που κάποτε βρισκόταν το ξενοδοχείο που θα κατέλυε ο Λαμπράκης τη μοιραία νύχτα βρίσκεται το Στέκι Μεταναστών, ενώ στην πλάκα του μνημείου για τη δολοφονία διαβάζει κανείς ότι πρόκειται για δωρεά του επιχειρηματία Φωκά…
Η βόλτα μας κράτησε κοντά 4 ώρες, άξιζε όμως τον κόπο, ακόμη κι αν κάποιοι παραπονέθηκαν για τη διάρκεια. Χίλια μπράβο στο Γιάννη Γκλαρνέτατζη για την πρωτοβουλία και την ξενάγηση, αλλά και για το Ημερολόγιο-Χρονολόγιο που κινείται στο ίδιο μήκος κύματος και το έφτιαξε με μεγάλο μεράκι και κόπο μαζί με τα υπόλοιπα παιδιά από το alterthess.
Pingback: Περπατώντας στην άλλη Θεσσαλονίκη | Ποδηλάτες Θεσσαλονίκης
Pingback: Περπατώντας στην άλλη Θεσσαλονίκη | thess.gr « Η καλύβα ψηλά στο βουνό
Pingback: Περπατώντας στην άλλη Θεσσαλονίκη « Η καλύβα ψηλά στο βουνό