Το σύνδρομο της Στοκχόλμης
Ήθελα εδώ και μέρες να γράψω για το χάλι των τοπικών εφημερίδων αλλά και για το πόσο λίγοι παρουσιάζονται οι δημοσιογράφοι και τα συνδικαλιστικά τους όργανα στην πόλη. Δεν θέλησα να το κάνω όταν ήταν φρέσκο και μετά δυστυχώς έμεινα χωρίς Internet για 3 βδομάδες. Τελικά οι εξελίξεις των τελευταίων ημερών, μου δώσανε την αφορμή να ξεκινήσω το Post. Ξεκίνησα να γράφω και στην πορεία το άλλαξα δυο φορές. Γιατί; Μα γιατί στην πορεία βγήκαν στην φόρα το σχέδιο της Μακεδονίας και οι αποκαλύψεις για την ιδιοκτήτρια της Μακεδονίας Sciens (1, 2, 3). Σήμερα, μόλις, εμφανίστηκε και ένα πολύ καλό άρθρο του Κώστα Γιαννακίδη, πρώην εργαζόμενου στον Όμιλο, επί Βελλίδου αν δεν κάνω λάθος, που κάλυψε ένα πολύ μεγάλο μέρος του Post που έγραφα, με αποτέλεσμα να ξαναλλάξει το κείμενό μου.
Είναι πάντα δύσκολο να γράφεις για ένα θέμα όταν έχεις ζήσει για ένα διάστημα με ανθρώπους που εμπλέκονται σε αυτό, όταν έχεις φίλους που σήμερα βρίσκονται σε διαφορετικές παρατάξεις και που αντιμετωπίζουν το πρόβλημα με το να σκοτώνονται μεταξύ τους την στιγμή που ο “εχθρός” είναι κοινός. Δεν θα ήμουν όμως αυτός που είμαι αν το προσπερνούσα τόσο απλά.
Ο τύπος εχει κρίση. Το ακούμε χρόνια, πολύ πριν από την οικονομική κρίση που καταστρέφει την χώρα τα τελευταία δυο χρόνια. Ταυτόχρονα ακούγαμε και για κρίση αξιών, κρίση στην παιδεία, κρίση παντού. Τι κάναμε; Απλά το συζητούσαμε.
Στο χώρο του τύπου βρέθηκα το 1988, από σπόντα, σαν δημοσιογράφος για το γραφείο της Β. Ελλάδας της Compupress, γράφοντας στα μηνιαία περιοδικά της. Ήταν μια ενδιαφέρουσα εμπειρία, αλλά δεν μπορώ ακόμα και τώρα να ξεχάσω την νέα δημοσιογράφο της Αυριανής, που όταν βρεθήκαμε σε μια συνέντευξη τύπου με ρώτησε τι μισθό παίρνω. Όταν της είπα 44.000 δρχ και με ασφάλιση στο ΤΣΠΕΑΘ, της έπεσε το σαγόνι. Δεν τόλμησα να ρωτήσω πόσα έπαιρνε, πιθανότατα τίποτα.
Ξαναβρέθηκα να έχω σχέση με την δημοσιογραφία δέκα χρόνια αργότερα, όταν η ζωή το έφερε να είμαι μαζί με μια δημοσιογράφο της Μακεδονίας, την χρονιά που άνοιξε μετά το φαλιμέντο της Βελλίδου. Για πέντε χρόνια έζησα από πολύ κοντά τις αλλαγές αλλά και την νοοτροπία των δημοσιογράφων, έγραψα με ψευδώνυμο αλλά και με το όνομά μου, χωρίς λεφτά, για την εφημερίδα. Βρέθηκα με ανθρώπους χωρίς ικανότητες που κατείχαν σημαντικές θέσεις, με ανθρώπους με ικανότητες που ήταν παραγκωνισμένοι αλλά και με ανθρώπους που δεν είχαν ιδέα για τι πράγμα έγραφαν, αλλά είχαν άποψη. Η εφημερίδα τότε πρέπει να είχε πάνω από 200 δημοσιογράφους, μια και λειτουργούσε σε καθημερινή βάση 2 εφημερίδες και τα περιοδικά του συγκροτήματος.
Η εφημερίδα ξανάνοιξε με ιδιοκτήτη τον κ. Ραπτόπουλο, της Express Service, που βρίσκεται στην λίστα των μεγαλοοφειλετών του δημοσίου, με εγγυητική επιστολή τραπέζης 1 δισ. δρχ. Όταν είχε κλείσει, θυμάμαι ότι η Βελλίδου καταδικάστηκε ερήμην για χρέη προς το δημόσιο 7 δισ. δρχ… Στην πορεία οι αλλαγές φέρανε ένα fund σαν ιδιοκτήτη του συγκροτήματος και αλλαγές στην διοίκηση. Εκδότης και εκπρόσωπος του fund (Zihlka) ο κ. Σαχπασίδης, επίσημος έμπορος όπλων, ίσως από εκεί και η γνωριμία του με το επενδυτικό fund μια και ο Donald Zihlka είναι μεγαλομέτοχος της Colt. Στο fund αυτό συμμετείχαν η Πειραιώς και ο σημερινός ιδιοκτήτης. Ο κ. Σαχπασίδης φέρεται ως ο ιδιοκτήτης της offshore που πούλησε το σπίτι στην Αρεοπαγείτου στον Άκη. Την εποχή της εκδοτικής του σταδιοδρομίας ο Σαχπασίδης ήταν ο πιο θερμός υποστηρικτής του τότε υπουργού Εθνικής Άμυνας… Η περίοδος τέλειωσε και την ιδιοκτησία πήρε εξ ολοκλήρου ο Γιάννης Ρήγας, ο Σαχπασίδης ήταν σε δικαστική διαμάχη με την καινούργια ιδιοκτησία και ξαναεμφανίστηκε αργότερα στην πόλη προσπαθώντας να “σώσει” τον ΠΑΟΚ. Ακολούθησαν απίθανοι τύποι που ο καθένας έφερνε αλλαγές όπως τις καταλάβαινε, χωρίς όμως να ξέρει την πόλη. Οι αλλαγές φέρανε απολύσεις, μειώσεις ή αυξήσεις των φύλλων, αλλά σε κάθε περίπτωση η εφημερίδα δεν ήταν ίδια όπως πριν κλείσει. Ο κόσμος δεν ήταν ίδιος, οι ανάγκες δεν ήταν ίδιες.
Το 2007 τον Φεβρουάριο το έφερε έτσι η ζωή και βρέθηκα IT Manager στο συγκρότημα, δίπλα στους φίλους δημοσιογράφους που είχα αποκτήσει τόσα χρόνια. Μέσα σε 2,5 χρόνια δημιούργησα νέους φίλους, έχασα παλιούς και είδα τον παραλογισμό σε όλο του μεγαλείο από τους διοικούντες αλλά και από τους δημοσιογράφους εργαζόμενους. Αφού παραιτήθηκα συνέχισα την σχέση μου με το συγκρότημα, γράφοντας, χωρίς λεφτά, για τα περιοδικά του συγκροτήματος και διατήρησα την σχέση μου με ορισμένους φίλους. Η μετανάστευσή μου στην Γερμανία έκοψε την προσωπική επαφή με φυσική παρουσία, αλλά δυνάμωσε την ηλεκτρονική μας επικοινωνία.
Η εμπειρία μου ζώντας με όλους αυτούς τους ανθρώπους και παλεύοντας με ορισμένους από αυτούς για μια καλύτερη εφημερίδα ήταν μοναδική, μου έδειξε όμως και τον τρόπο που σκέφτονταν αρκετοί από αυτούς. Για χρόνια ήταν σχεδόν σίγουροι ότι ο ιδιοκτήτης τους, αν δεν ξέπλενε χρήματα, στα σίγουρα έπαιζε κάποιο παιχνίδι. Η εφημερίδα έχανε κάποια εκατομμύρια το χρόνο απο το 2002 περίπου και αλλαζε διευθυντές σαν τα πουκάμισα. Έφερε τον πρώην πρόεδρο της ΕΣΗΕΜΘ για να χαντακώσει ακόμα περισσότερο το συγκρότημα με μια υπέρογκη αμοιβή για τα δεδομένα της πόλης. Ο ίδιος αρνείται ότι έπαιρνε αυτά τα λεφτά και εγώ έχω σαν απόδειξη τα λόγια του διευθυντή και εργοδότη του την επομένη της απόλυσής του. Το χρηματικό δεν ήταν το μεγαλύτερο πρόβλημα που δημιούργησε η διευθυντική ανικανότητα του εν λόγω δημοσιογράφου, όσο η κατάσταση που κληρονόμησαν οι εργαζόμενοι από εκεί και πέρα. Όχι μόνο στην δουλειά τους αλλά και στις μεταξύ τους σχέσεις, επαγγελματικές, συνδικαλιστικές αλλά και προσωπικές.
Για χρόνια οι εργαζόμενοι είχαν αποδεχτεί ότι δουλεύανε για έναν επιχειρηματία που δεν είχε και τόσο “καθαρές” δουλειές, ήταν σίγουροι, αλλά τους βόλευε. Όσο η κρίση στον τύπο μεγάλωνε, γι’ αυτούς αποτελούσε σιγουριά το γεγονός ότι ο επιχειρηματίας “χρησιμοποιούσε” , κανείς δεν ήξερε πώς, την εφημερίδα και τους εργαζόμενους για τις άλλες μπίζνες του, σκοτεινές ή μη. Ενώ ξέρανε ότι ήταν όμηροι, και παρ’ όλα τα σκαμπανεβάσματα στις πληρωμές ή στις σχέσεις με τους εκπροσώπους του εκδότη, συνεχίζανε να αποδέχονται να είναι δημοσιογράφοι για “σκοτεινά” συμφέροντα. Όχι μόνο συνεχίζανε αλλά υπήρξαν και στιγμές που πιστεύανε ότι θα επιβιώσουνε έναντι του Αγγελιοφόρου γιατί ακριβώς ο ιδιοκτήτης είχε σκοτεινά συμφέροντα.
Συνεχίζανε ακόμη και όταν βλέπανε περίεργα άρθρα στην εφημερίδα που γράφονταν είτε από ανύπαρκτους εργαζόμενους είτε από εργαζόμενους που είχανε αποδεχτεί τον ρόλο του “εκτελεστή”. Συνεχίζανε ακόμα και όταν άρθρα τα “έτρωγε η μαρμάγκα” γιατί δεν βόλευε τα μικροσυμφέροντα, όχι απαραίτητα του ιδιοκτήτη αλλά ακόμα και πιθανότατα της καθαρίστριας του κτιρίου… Σε υπεράσπιση των δημοσιογράφων θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας την κατάσταση στην πόλη και την ανυπαρξία άλλων επιχειρήσεων τύπου εκτός από τον ανταγωνιστικό, σε κάθε πια επίπεδο, Αγγελιοφόρο, τα κρατικά κανάλια, την Δημοτική Τηλεόραση & ραδιόφωνο, που ήταν εκεί για συγκεκριμένους, και βέβαια το ΜΠΕ-ΑΠΕ, επίσης κρατικό.
Επίσης το σύνδρομο της Στοκχόλμης δεν ισχύει το ίδιο και για όλους ή για την ακρίβεια δεν ίσχυε. Τώρα μάλλον ισχύει για ελάχιστους. Μετά από μια μακρόχρονη ταλαιπωρία, με αφορμή την κρίση, φτάσαμε να τους χρωστά η επιχείρηση 3-4 μισθούς και ο εκδότης να τους έχει γραμμένους. Σήμερα υποθέτω ότι η πλειοψηφία θα προτιμούσε να τελειώσει με κάθε τρόπο η ταλαιπωρία, ακόμα και με το να κλείσει το μαγαζί, αρκεί να καταβληθούν τα χρωστούμενα. Υπάρχουν βέβαια και οι επαγγελματίες συνδικαλιστές που αυτό που τους ενδιαφέρει είναι οι εκλογές της ΕΣΗΕΜΘ του Μαΐου και δεν θέλουν να “λερώσουν το μητρώο” τους. Είναι οι ίδιοι, όχι απαραίτητα σαν πρόσωπα αλλά σαν νοοτροπίες, που προτιμούσαν να τρώνε τα κατσίκια στην Σαμοθράκη παρά να ψάχνουν να βρουνε την επόμενη μέρα του επαγγέλματός τους. Άσε που από όσο θυμάμαι στα συνέδριά τους χορηγός ήταν το κράτος. Οι ίδιοι που για χρόνια φροντίζανε να καλύπτουν από απολύσεις τα μέλη τους θυσιάζοντας τα μη μέλη. Τώρα ψάχνουν για συμπαράσταση από όλη την κοινωνία, ακόμα και από τα μη μέλη τους…
Η “Μακεδονία”, “Θεσσαλονίκη” και “Σπορ του Βορρά” δεν κυκλοφορούν πάνω από ένα μήνα λογω επίσχεσης εργασίας και δεν λείπουν τελικά σε κανέναν(;) – παρ’ όλα αυτά δεν βλέπω να ανησυχεί κανένας γι΄αυτό. Αν δηλαδή με μαγικό τρόπο λυθεί το εργασιακό, τι περιμένουν να γίνει; Να αποκτήσουν ως δια μαγείας αναγνώστες; Ποιο είναι το σχέδιο που θέλουν να ακούσουν; Πότε θα πάρουν τα λεφτά τους; Πόσο θα πληρώνονται μετά; Όλα αυτά είναι θεμιτά μετά από τόση ταλαιπωρία, αλλά πόσοι τελικά θέλουν να μείνουν στην επιχείρηση, χωρίς ουσιαστικό σχέδιο; Τελικά είναι πολλοί αυτοί που θέλουν να μέινουν. Από τους 190-200 εργαζόμενους δήλωσαν για εθελούσια 42, δηλαδή οι υπόλοιποι θέλουν να δουλέψουν για μια εργοδοσία η οποία ελέγχεται για τις δοσοληψίες της με τον Λαυρεντιάδη και που ως τώρα τους φέρεται σαν να ήταν σκουπίδια χρησιμοποιώντας τους ως όμηρους. Αν αυτό δεν είναι σύνδρομο της Στοκχόλμης τότε τι είναι;
Το θέμα είναι τι γίνεται από εδώ και πέρα; Παρ’ ότι υπάρχουν αξιόλογοι δημοσιογράφοι στην πόλη, κανένας πια δεν διαβάζει ή παρακολουθεί το προϊόν τους, όχι γιατί δεν ξέρουν να γράφουν, αλλά γιατί εδώ και χρόνια έχουν ξεχάσει πώς να το πουλάνε και πάνω από όλα έχουν ξεχάσει για ποιους γράφουν. Αφήσανε να το πουλάνε άλλοι, άσχετοι, γι’ αυτούς και δεν ξέρουν πώς να το κάνουν ακόμα και στις περιπτώσεις που θεωρουνε ότι θα πετύχουνε με την χρήση των νέων μέσων. Παρατηρώ ανούσια site, επώνυμων τοπικών δημοσιογράφων, ειδησεογραφικά Portal με ηλίθιους τίτλους και “ειδήσεις” από τα κοινωνικά δίκτυα, του στυλ “Πώς έκλασε ο γραμματέας της τοπικής της Άνω Ραχούλας στο facebook” ή συνδικαλιστικά blog με τίτλους μεγαλύτερους από το κείμενο που ακολουθεί και απορώ για το πώς φαντάζονται την δημοσιογραφία οι συγκεκριμένοι δημοσιογράφοι. Δεν σημαίνει ότι όλο το τοπίο της πόλης είναι έτσι αλλά σαφώς υπερτερεί των εξαιρέσεων.
Πώς μπορεί το θέμα των ΜΜΕ της Θεσσαλονίκης να είναι πιο σοβαρό από τις υπόλοιπες θέσεις εργασίας που χάνονται στην πόλη; Δεν είναι και πιστεύω ότι ούτε οι ίδιοι εργαζόμενοι το πιστεύουν, όμως πώς μπορούν να πείσουν την πόλη να τους στηρίξει; Μια πόλη με αδιάφορους κατοίκους, σε ό,τι αφορά την ίδια την πόλη; Μπορούν να τους πείσουν ότι όταν πάψουν να υπάρχουν ΜΜΕ στην πόλη, δεν θα υπάρχει κανένας να μιλήσει γι’ αυτούς; Μπορούν; Μιλούσαν μέχρι τώρα γι’ αυτούς; Κάποιοι ίσως αλλά σαν γενική εικόνα μιλούσαν; Τελευταία φορά που είδα να γίνεται σ’ αυτή την πόλη κάτι μέσα από μια εφημεριδά της ήταν με την υπόθεση της πλατείας Αριστοτέλους με την “Θεσσαλονίκη” το 2006.
Αύριο γίνεται μια εκδήλωση από τους Οικολόγους, στο Δημοτικό συμβούλιο για το μέλλον των ΜΜΕ στην πόλη. Θα παρέμβουν τόσοι πολλοί που από μόνο του, μετά όλες αυτές τις εξελίξεις, γίνεται πολύ ενδιαφέρουσα η εκδήλωση. Είμαι ιδιαίτερα περίεργος να ακούσω τι έχουν να πουν οι ίδιοι οι εμπλεκόμενοι, που είναι κοντά ή μακριά από την εκπρόσωπο της εργοδοσίας, που είναι δημοσιογράφοι ή συνδικαλιστές ή επαγγελματίες ιντριγκαδόροι. Αυτό που θα μου λείψει από την εκδήλωση είναι η άποψη των “εκδοτών” της πόλης – θα είχε ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον.
Pingback: Παγωμένη στον χρόνο | thess.gr