Ενα άγαλμα που μ’ είδε

Το βάλανε εντέλει και ησυχάσανε. Για το άγαλμα ομιλώ. Του Καραμανλή ντε. Του εθνάρχη. Του πολιτικού που ως πρόεδρος της Δημοκρατίας είχε δακρύσει αναφερόμενος στη Μακεδονία. Του ανθρώπου που ήταν πρωθυπουργός όταν ψηφίζανε τα δέντρα και η μισή Ελλάδα παραθέριζε στα ξερονήσια. Που αγαπούσε τόσο τη Θεσσαλονίκη ώστε συνέβαλε τα μέγιστα για να γίνει όπως έγινε, δηλαδή τσιμέντο με τσιμέντο και για ποικιλία λίγο τσιμέντο ακόμη. Που την ανοικοδόμηση, όπως η Γαρμπή τη φούστα της, την έκανε σημαία, που την πολυκατοικία την έκανε θυρεό. Που απαξιωτικά είχε χαρακτηρίσει το παλιό, πολυπολιτισμικό χρώμα της Θεσσαλονίκης, «τουρκόπολη».

Προ κρίσεως το θεωρούσα μείζον ζήτημα. Ημουν μάλιστα σίγουρος πως δεν θα μακροημέρευε ο ανδριάντας, όπου κι αν τον στήνανε. Σήμερα, κοιτώντας τις φωτογραφίες απ’ τα εγκαίνια και βλέποντας φάτσες από ένα θαρρείς πολύ μακρινό παρελθόν (κι όμως έχει περάσει μόλις ενάμισης χρόνος!), όπως το ζεύγος Καραμανλή, τον ξάδερφο Λιάπη, τον θείο Αχιλλέα, συνειδητοποιώ πως δεν με νοιάζει ο ανδριάντας (πολλώ δε μάλλον δεν μ’ ένοιαζε καθόλου πού θα τοποθετηθεί). Το θεωρώ πολυτέλεια στις εποχές ΔΝΤ, σ’ εποχές απόλυτης εργασιακής ανασφάλειας και αμφισβήτησης κοινωνικών κεκτημένων παλαιότερων του τιμώμενου με ανδριάντα προσώπου, να ασχολούμαι με αυτό που εντέλει θα χρησιμεύσει μόνον ως αφοδευτήριο περιστεριών.

Ωστόσο, καθώς κοιτούσα τις φωτογραφίες, είδα τον Χρήστο Δόκαλη δίπλα στον δήμαρχο κύριο Μπουτάρη, αλλά και τον πρώην δήμαρχο Β. Παπαγεωργόπουλο δίπλα στον κύριο Μπουτάρη και δεν μπόρεσα να μην το σκεφτώ: Μα καλά, τον κυρ-Γιάννη τον βγάλανε δήμαρχο για να μη νιώθει μοναξιά ο Παπαγεωργόπουλος στις φωτογραφίες;

φωτ. από το Salonica News