H Φωτιά στο λιμάνι
Ο τίτλος είναι παραπλανητικός αλλά μ’ αρέσει το τραγούδι, τι να κάνω; Η υπόθεση ξεκίνησε με το να γράψω ένα – δυο πράγματα σε σχέση με την περίφημη πυρκαγιά του 1917 στην Θεσσαλονίκη σήμερα 92 χρόνια μετά. Η πυρκαγιά δεν ήταν η πρώτη και ενώ ήταν μεγάλη δεν ήταν, ίσως, η μεγαλύτερη στην πόλη. Ήταν όμως η τελευταία ίσως ευκαιρία της πόλης να γίνει ευρωπαϊκή, όπως την ονειρεύονταν, με αποτέλεσμα να καταντήσει κλασική ελληνική, όπως είναι σήμερα. Ένα απάνθρωπο χάος τσιμέντου.
[argos]qzOKHoKqBbA[/argos]
Η φωτιά του 1917 της Θεσσαλονίκης δεν ήταν η πρώτη τόσο καταστροφική στην δισχιλιετή ιστορία της. Προύπήρξαν πάρα πολλές με ιδιαίτερα καταστροφική αυτή του 1545. Η φωτιά όμως του ’17 ήταν η πρώτη σοβαρή καταστροφή της πόλης ενώ βρίσκεται σε ελληνικά χέρια.
Η ιστορία είναι λίγο πολύ γνωστή. Σύμφωνα με την Wikipedia (όπου αναφέρονται και οι πηγές) :
Οι διπλές ημερομηνίες έχουν να κάνουν με την χρήση του Ιουλιανού ημερολογίου που ακολουθούσε τότε η Ελλάδα. Η φωτιά ήρθε σε μια περίεργη στιγμή για την πόλη. Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος μαίνοντας στην Ευρώπη, η πόλη ήταν κέντρο διερχομένων συμμαχικών στρατευμάτων, όντας ουδέτερη (;), ο Βενιζέλος είχε διαιρέσει την χώρα στα δυο και ο βασιλιάς ένα μήνα πριν είχε παραιτηθεί :
Οι πληγέντες από την πυρκαγιά υπολογίστηκαν σε περίπου 72.500. Η αναφορά του προϊσταμένου της Διεύθυνσης Θυμάτων Πυρκαϊάς Αλεξάνδρου Πάλλη προς την κυβέρνηση μνημονεύει ξεχωριστά τους πυροπαθείς των τριών κοινοτήτων της Θεσσαλονίκης: 50.000 Εβραίοι, 12.500 Ορθόδοξοι και 10.000 μουσουλμάνοι [4].
…
Πολλοί Εβραίοι, έχοντας χάσει τα πάντα, έφυγαν για τις δυτικές χώρες και κυρίως τηΓαλλία, ενώ ένας αριθμός τους ακολουθώντας το σιωνιστικό κίνημα εγκαταστάθηκε στην Παλαιστίνη.
Σε άρθρο του κ. Αναστασιάδη στην εφημερίδα “Μακεδονία” του Αυγούστου του 2008 διαβάζουμε για τα αίτια της καταστροφής :
Ενώ παρακάτω στον απολογισμό της καταστροφής , από το ίδιο άρθρο, έχουμε :
Εξαιρετικό είναι το σχόλιο του κ. Αναστασιάδη στο τέλος του κειμένου του, όπου λέει :
Η πυρκαγιά επιτάχυνε τις διεργασίες ενσωμάτωσης της πόλης στο νεοελληνικό κράτος, αλλά η πολιτιστική ταυτότητα της Θεσσαλονίκης δεν ήταν πλέον η ίδια. Η πόλη που αναγεννήθηκε από την τέφρα της ήταν μια Θεσσαλονίκη με καμένα και χαμένα τα περισσότερα χνάρια της ιστορικής της συνέχειας και του καθημερινού της πολιτισμού. Απέμενε να ετοιμαστεί και να εφαρμοστεί το νέο πολεοδομικό σχέδιο (“Σχέδιο Εμπράρ”), αλλά αυτό είναι μια άλλη “πονεμένη ιστορία”…
Η κυβέρνηση των Φιλελεύθερων ανέλαβε να κάνει τα νέα σχέδια της πόλης, αλλά δεν έλαβε υπόψη τα σχέδια της Επιτροπής Εξωραϊσμού. Υιοθετώντας τις πλέον πρόσφατες ιδέες και μεθόδους της σύγχρονης πολεοδομίας και αποφασίζοντας να αγνοήσει το προϋπάρχων καθεστώς ιδιοκτησίας και της παραδοσιακής χρήσης της γης, η πολιτεία χρησιμοποίησε την ανοικοδόμηση ως μοχλό για τον κοινωνικό, οικονομικό και χωρικό εκσυγχρονισμό της πόλης.
Με τα νέα σχέδια η παραδοσιακή εικόνα της πόλης ξεθωριάζει και αντικαθίσταται από ένα χώρο μοντέρνο και ομοιογενή. Ακόμη η πόλη μεγαλώνει, χωρίζεται σε βιομηχανικές ζώνες, σε εργατικούς οικισμούς και σε περιοχές αναψυχής και κατοικίας. Η πόλη οργανώνεται και δεν είναι σαν λαβύρινθος πια. Το κέντρο της πόλης διαμορφώνεται με δύο πλατείες συνδεόμενες με μια λεωφόρο κάθετη στη θάλασσα και διαμέσου αυτού του δρόμου μπορεί να δει κανείς τον Όλυμπο. Στην «πολιτική πλατεία» θα συγκεντρώνεται το δημαρχείο, το δικαστικό μέγαρο και τα κτίρια των δημόσιων υπηρεσιών. Η δεύτερη πλατεία, η σημερινή Αριστοτέλους, τόπος λιανικού εμπορίου και αναψυχής υπογράμμιζε, σύμφωνα με το πρότυπο της Piazzetta της Βενετίας, το άνοιγμα της πόλης προς τη θάλασσα. Για τα κτίρια, που βρίσκονταν στις δύο πλατείες και στο συνδετικό άξονα, επιβλήθηκε το λεγόμενο «νεοβυζαντινό» στυλ, ώστε σε συνδυασμό με τα δημόσια κτίρια να λειτουργήσουν ως μνημειακό σύνολο για την πόλη. Για να γίνει ελκυστικότερο το νέο σχέδιο και να αποκτήσει η πόλη τους ελεύθερους χώρους που δεν υπήρχαν στο παρελθόν, ο Εμπράρ χρησιμοποίησε τα βυζαντινά μνημεία της πόλης ως εστιακά σημεία ενός δικτύου δημοσίων χώρων.
Τι έγινε όμως και δεν λειτούργησε το σχέδιο Εμπράρ; Τι έγινε και ένα χρόνο μετά ψάχνανε να οροθετήσουνε τα οικόπεδα; Τι έγινε και ακόμη μέχρι και το 1931, την εποχή του πογκρόμ του Κάμπελ, υπήρχαν άτομα που μένανε σε προσφυγικές παραγκουπόλεις;
«Μέσα στην εβδομάδα που ακολούθησε την πυρκαγιά και παράλληλα με τη μεγάλη προσπάθεια για τον ανεφοδιασμό της πόλης, την αποκατάσταση των επικοινωνιών, την προσωρινή στέγαση και τη φροντίδα προς τους πληγέντες, η Ελληνική Κυβέρνηση ανακοίνωσε την απόφασή της να απαλλοτριώσει την πυρίκαυστη ζώνη που ανήκε σε 4.101 ιδιοκτήτες» , γράφει η Αλεξ. Γερολύμπου («Θεσσαλονίκη 1850-1918, το μερίδιο της φωτιάς», σελ. 281 κ.ε., Εκδόσεις ΕΚΑΤΗ).
«Η καρδιά του κέντρου σχηματίστηκε από δύο πλατείες που ενώνονταν από μία λεωφόρο κάθετη στην παραλία και με υπέροχη προοπτική προς τον Όλυμπο. Η μία πλατεία, στη θέση του ρωμαϊκού Ιπποδρομίου, ένωνε το δημαρχείο, που συνδεόταν με μία αψίδα με το δικαστικό μέγαρο και τα κτίρια των διοικητικών υπηρεσιών. Η δεύτερη, η πλατεία Αριστοτέλους, τόπος αναψυχής και πολυτελών καταστημάτων, σχημάτιζε μία πραγματική piazzetta στην παραλία και γινόταν το “μπαλκόνι της πόλης”. Η λιτή αρχιτεκτονική των δύο πλατειών και της λεωφόρου έπρεπε να συμφωνεί με τα σχέδια της επιτροπής, ακολουθώντας ένα νεοβυζαντινό ρυθμό, σε ανάμνηση του ένδοξου παρελθόντος της πόλης.» , αναφέρει εύστοχα η Αλ. Γερολύμπου, μεταξύ πολλών άλλων άριστων και κατανοητών περιγραφών της.
Πίσω, αλλά εμφανώς, από όλα αυτά υπήρχε ένα αποφασιστικό Κράτος, που έπαιξε το ρόλο του ενός Εργολάβου στα ακίνητα, με τεχνητή αύξηση της τιμής της απαλλοτριωμένης γης, «προς όφελος ενός δημιουργηθέντος Μεσιτικού Ομίλου, στον οποίο ανήκαν όλοι οι ιδιοκτήτες της πυρίκαυστης ζώνης» !
Η συμμετοχή τους στον Όμιλο αυτό ήταν ανάλογη της εκτιμηθείσας αξίας του απαλλοτριωθέντος οικοπέδου, χωρίς δυνατότητα μη αποδοχής της αξίας, μη συμμετοχής, κερδοσκοπίας και παρεμποδίσεων εκτέλεσης του όλου σχεδίου της επίσημης «κομπίνας».
Τα νέα οικόπεδα τιμολογήθηκαν κατά την αξία που απέκτησαν από το νέο σχέδιο και βγήκαν σε ελεύθερο πλειστηριασμό με προηγούμενους και προτιμόμενους στις προσφορές, τους παλαιούς ιδιοκτήτες και συμμετέχοντες στο Μεσιτικό Όμιλο και με υποχρέωση τήρησης των ομοιόμορφων δομικών και αρχιτεκτονικών σχεδίων των νέων κτιρίων.
Ο φτωχός Δήμος και το φτωχό Κράτος δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα κάλυψης των τεράστιων δαπανών για την κατασκευή των κοινόχρηστων χώρων, οδών, πλατειών και άλλων υποδομών της νέας πόλης.
Η σωτήρια λύση δόθηκε μέσω της «κομπίνας» που στήθηκε, δια της τεχνητής υπεραξίας των απαλλοτριωθέντων οικοπέδων, επί των οποίων, όσοι είχαν οικονομική δυνατότητα ή ασφαλισμένα κτίρια, είχαν και την ευχέρεια συμμετοχής στους πλειστηριασμούς και αγοράς των καλύτερων οικοπέδων από το Μεσιτικό Όμιλο.
Τα πολλά κέρδη του Ομίλου αυτού μοιράστηκαν κατά ήμισυ στους συμμετέχοντες εταίρους και κατά το ήμισυ στο Δήμο Θεσσαλονίκης και έτσι αυτός απέκτησε την οικονομική δυνατότητα καλύψεως των πολλών δαπανών για τους κοινόχρηστους χώρους, χωρίς να αναφέρεται πουθενά ότι το Ελληνικό Δημόσιο διέθεσε κρατικά χρήματα για την ανοικοδόμηση της σύγχρονης Θεσσαλονίκης.
Ποιοί άραγε βρέθηαν με ακίνητη περιουσία στο κέντρο της πόλης ενώ πριν την πυρκαγιά δεν τους ανήκε; Ποιοί σταματήσανε το σχέδιο του Εμπράρ, μετα τρέποντας , με την πα΄ροδο των χρόνων, την πόλη από ένα συρφετό στενών δρόμων και παραγκών, οθωμανικής αρχιτεκτονικής, σε ένα συρφετό στενών δρόμων και τσιμέντου, νεοελληνικής αρχιτεκτονικής.
Μπορεί η πόλη να πέταξε με την βοήθεια της πυρκαγιάς το οθωμανικό της φόρεμα αλλά αυτό που φόρεσε από εκεί και μετά δεν ήταν κάτι καλύτερο. Όλα αυτά σε όφελος των μεγαλοιδιοκτητών και των εργολάβων.
Σήμερα ίσως πάλι να μας χρειάζεται μια φωτιά. Ίσως πάλι να χρειάζεται να χρειάζόμαστε ανθρώπους με όραμα, διάθεση για δουλειά και προσηλωμένους στηνπόλη και στο τι μπορούνε να κάνουν για την πόλη.
Η καταστροφή ήταν τεράστια. Το 32% της Θεσσαλονίκης είχε καεί και η ζημιές ήταν της τάξης των 8.000.000 χρυσών λιρών. Με δυσκολία οι ασφαλιστικές εταιρίες πληρώσανε τα 3.000.000 χρυσές λίρες και το γαλαντόμο ελληνικό δημόσιο έβαλε το ιλλιγιώδες ποσό του 1.500.000 δραχμών (!!!) και συνέστησε επιτροπές που θα μαζεύανε λεφτά.
Οι πληγέντες από την πυρκαγιά υπολογίστηκαν σε περίπου 72.500. Η αναφορά του προϊσταμένου της Διεύθυνσης Θυμάτων Πυρκαϊάς Αλεξάνδρου Πάλλη προς την κυβέρνηση μνημονεύει ξεχωριστά τους πυροπαθείς των τριών κοινοτήτων της Θεσσαλονίκης: 50.000 Εβραίοι, 12.500 Ορθόδοξοι και 10.000 μουσουλμάνοι [4].
…
Πολλοί Εβραίοι, έχοντας χάσει τα πάντα, έφυγαν για τις δυτικές χώρες και κυρίως τηΓαλλία, ενώ ένας αριθμός τους ακολουθώντας το σιωνιστικό κίνημα εγκαταστάθηκε στην Παλαιστίνη.
Pingback: Η Θεσσαλονίκη στη μπλογκόσφαιρα « Η καλύβα ψηλά στο βουνό
Pingback: Σχεδιάζοντας πόλεις