Νοεμή Βαένα (το γένος Καλαμάρο) – Θεσσαλονίκη, Αουσβιτς, Θεσσαλονίκη

Οι ιστορίες των επιζώντων του Ολοκαυτώματος είναι ένα παράξενο είδος ιστορικής καταγραφής. Πέρα από την υποκειμενικότητα της ανθρώπινης μαρτυρίας, καμία δε μπορεί να αποδώσει την πραγματικότητα για τον απλούστατο λόγο οτι όλες τους αποτελούν μια εξαίρεση. Ολες έχουν ένα happy end ενώ για την συντριπτική πλειοψηφία των Εβραίων της Ελλάδας η εμπειρία του Ολοκαυτώματος συνοψίζονταν στην αποστολή σε στρατόπεδα εξόντωσης ή στρατόπεδα συγκέντρωσης και την δολοφονία τους.  Για κάθε Νοεμή που επέζησε, δεκάδες μέλη της οικογένειας της πέθαναν στην Πολωνία αλλά και σε καταναγκαστικά έργα στην Ελλάδα. Δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι για τους οποίους ούτε το όνομα επιζεί. Οταν θα ακούτε τη γιαγιά μου να διηγείται την απίστευτη φρίκη, θυμηθείτε και όλους αυτούς των οποίων οι φωνές ζούνε στις διηγήσεις των παππούδων και γιαγιάδων μας.

Η ταυτότητα της συνέντευξης

Το 1994, ένα χρόνο μετά την ταινία Η Λίστα του Σίντλερ, ο Στίβεν Σπίλμπεργκ ιδρύει το μη-κερδοσκοπικό ίδρυμα “Survivors of the Shoah Visual History Institute” και σύντομα συλλέγει 52.000 μαρτυρίες επιζώντων από 56 χώρες, σε 32 γλώσσες – φέτος έγιναν διαθέσιμες και στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο με γερμανική χρηματοδότηση, (δεν ξεχνώ και το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας). Η αξία των συνεντεύξεων, πέρα από την προφανή ιστορική τους αξία, έγκειται στο γεγονός οτι γίνονταν από κατάλληλα καταρτισμένα άτομα σε περιβάλλον που επέτρεπε την ελεύθερη έκφραση των επιζώντων. Ενδεικτικά στη συγκεκριμένη συνέντευξη υπήρξαν γεγονότα που η ίδια δεν είχε διηγηθεί στην ίδια την οικογένεια της.

Η συγκεκριμένη έγινε τον Ιανουάριο του 1996 από την καθηγήτρια του Πάντειου Πανεπιστημίου Ρένα Μόλχο, την οποία ευχαριστώ ιδιαίτερα. Η εξαιρετική τεχνική επεξεργασία των vhs ταινιών έγινε από την εταιρία Technio της οικογένειας Κούνιο.

Πριν το Αουσβιτς

Η Νοεμή Βαένα γεννήθηκε ως Νοεμή Καλαμάρο στη Θεσσαλονίκη το 1920. Ο πατέρας της ήταν τυπογράφος στην εφημερίδα Νέα Αλήθεια και πέθανε όταν αυτή ήταν 4 χρονών – έκτοτε έζησε μαζί με την μητέρα της. Μπόρεσε και ολοκλήρωσε το ιταλικό δημοτικό σχολείο του Βαρδαρίου – εξασφαλίζοντας δωρεάν σίτιση και δίδακτρα – όπου η μητέρα της δούλευε ως καθαρίστρια. Δούλεψε ως υπηρέτρια σε διάφορα σπίτια και στη συνέχεια ως καπνεργάτρια μαζί με την μητέρα της. Το 1936 αφήνει τη Θεσσαλονίκη για να δουλέψει στο καπνεργοστάσιο Ματσάγκου στο Βόλο. Εκεί έρχεται σε επαφή την αριστερή κουλτούρα της Κοινότητας του Βόλου, (ο αριστερός σιωνιστικός σύνδεσμος Ποαλέ Σιών, ο Σάββας Ραφαήλ που πρωταγωνιστούσε στο Εργατικό Κέντρο κοκ) και αργότερα με το ΚΚΕ που ήταν ενεργό στα εργοστάσια – επαφές που θα της φανούν χρήσιμες αργότερα κατά την διάρκεια της Κατοχής.

Ζούνε στον Βόλο μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1943 όταν και η ιταλική συνθηκολόγηση φέρνει τους Γερμανούς στο Βόλο. Τότε χάρη στις επαφές της, όπως και τις συντονισμένες προσπάθειες του ΕΑΜ και του Μητροπολίτη Ιωακείμ αποκτούν ψεύτικες χριστιανικές ταυτότητες και κρύβονται. Δυστυχώς δε μπορούν να ξεφύγουν γιατί η μητέρα της ήταν άρρωστη και δε μπορούσε να μετακινηθεί στα χωριά. Αλλάζουν σπίτια αλλά μετά από καταγγελία στις αρχές του 1944 τις επισκέπτεται απόσπασμα (αγνοούμε αν ήταν Χωροφυλακή ή Τάγματα Ασφαλείας, αλλά ξέρουμε οτι το όνομα του αρχηγού του αποσπάσματος ήταν Λαμπράκης) και τις συλλαμβάνει. Μετακινούνται στις φυλακές, (κατά πάσα πιθανότητα στη κίτρινη φυλακή), για 15 μέρες και στη συνέχεια στο στρατόπεδο του Παύλου Μελά στη Θεσσαλονίκη. Εκεί τον Ιούνιο του 1944 ενσωματώθηκε στην αποστολή των Εβραίων από την Κέρκυρα και στάλθηκε στο Άουσβιτς. Τον Ιούλιο του 1944 φτάνει στο Άουσβιτς και αποκτά στο βραχίονα το τατουάζ με τον αριθμό Α8311 .

Αουσβιτς

[youtube=http://www.youtube.com/watch?v=TS5rx7PQVk8&start=680]

Μετά το Αουσβιτς

Τον Ιανουάριο του 1945 ο Κόκκινος Στρατός απελευθερώνει το Άουσβιτς και όσους Εβραίους ήταν υπερβολικά άρρωστοι για να εκκενωθούν στις πορείες θανάτου. Μαζί με αυτή απελευθερώνεται και ο μετέπειτα άντρας της Ιεσούα (Πέπο) Βαένα, που ήταν στο Άουσβιτς Μπούνα και είχε επιζήσει από θαύμα και αυτός μιας και είχε φύγει με την πρώτη αποστολή από την Θεσσαλονίκη τον Μάρτιο του 1943. Γνωρίζονται και τελικά αποφασίζουν να ενώσουν τις τύχες τους καθώς μετακινούνται από τους Σοβιετικούς σε διάφορα στρατόπεδα εκτοπισμένων ατόμων, φτάνοντας μέχρι την Ουκρανία, μιας και η επιστροφή στην Ελλάδα ήταν αδύνατη. Τελικά τον Οκτώβριο του 1945 φτάνουν στη Θεσσαλονίκη μέσω Σιδηρόκαστρου.

Η επανεγκατάσταση στο σπίτι του άντρα της στην οδό Σταύρου Βουτυρά που έμενε πριν τον πόλεμο ήταν αδύνατη προφανώς για λόγους που άπτονται της φαινομένου των μεσεγγυούχων που χαρακτήρισε την πόλη, (περίπου μια στις τέσσερεις χριστιανικές οικογένειες της πόλης συμμετείχε). Τελικά εγκαταστάθηκαν ως πρόσφυγες, μαζί με άλλους επιζώντες, στην συναγωγή Τσενίο στην οδό Φιλίππου. Τον Μάρτιο του 1946 μένει έγγυος και μετακινείται στο Εβραϊκό Ασυλο Φρενοβλαβών “Λίετο Νοάχ” στον συνοικισμό Χιρς που είχε λεηλατηθεί και έστεκε χωρίς ούτε τα παράθυρα. Εκεί γεννιέται ο γιος της Σολομών τον Δεκέμβριο του 1946 σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες . Μετά από μερικά χρόνια μετακινείται σε ένα δωμάτιο σε ένα σπίτι στην οδό Κλεάνθους στον κοινοτικό συνοικισμό 151 και ζουν για χρόνια. Τελικά με τα χρήματα των γερμανικών αποζημιώσεων φτιάχνουν ένα σπίτι στα τέλη της δεκαετίας του ’60 δίπλα από το Νοσοκομείο Χιρς που είχε μετονομαστεί σε Ιπποκράτειο. Ο γιός της είναι σήμερα γιατρός, ενώ η ίδια δε μπόρεσε να αποκτήσει άλλα παιδιά λόγω επιπλοκών που οφείλονταν τόσο στις επιπτώσεις του Αουσβιτς, όσο και στις μεταπολεμικές υγειονομικές συνθήκες. Το 1986 πεθαίνει ο σύζυγος της Πέπο, ενώ η ίδια μετακομίζει στο εβραϊκό γηροκομείο Σαούλ Μοδιάνο στη Θεσσαλονίκη στον ίδιο δρόμο με το σπίτι του γιού της. Εκεί ζει μέχρι το 2004 όταν και πεθαίνει στον ύπνο της – σήμερα βρίσκεται στο Νέο Εβραϊκό Νεκροταφείο Σταυρούπολης.

Μπροστά από το σπίτι στο 151, στην οδό Κλεάνθους 30

Μπροστά από το σπίτι στο 151, στην οδό Κλεάνθους 30

 Επίλογος

Οπως σημειώνει εύστοχα η Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου στο επίμετρο του βιβλίου με μαρτυρίες επιζώντων :

Εχει επικρατήσει η εντύπωση οτι οι επιζώντες άργησαν να μιλήσουν. Αυτό ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα αλλά μόνο εν μέρει. Πράγματι οι περισσότεροι δεν ήθελαν να μιλήσουν, όμως το ζήτημα είναι εαν και οι άλλοι ήθελαν να τους ακούσουν. Οι πρώτες μαρτυρίες γράφτηκαν αμέσως μετά την απελευθέρωση, και μεταξύ άλλων αυτές του Πρίμο Λέβι, καθώς και των Ελλήνων Εβραίων Αλμπέρτου Μενασέ, Μάρκου Ναχόν, Μαρσέλ Νατζαρή αλλά δεν βρήκαν τον ευήκουον ους. Μαρτυρίες υπήρχαν, όμως δεν έγινε κατανοητό το μέγεθος του εγκλήματος και η ιδιαιτερότητα του, ενώ οι φρικαλεότητες δημιουργούσαν “δυσκολίες ακρόασης”. Η απουσία ενός ανάλογου ιστορικού παραδείγματος δεν επέτρεπε να γίνουν κατανοητές και ερμηνεύσιμες πολλές πλευρές της “ακραίας εμπειρίας” που ονομάστηκαν “γκρίζες ζώνες”. Τα θύματα, πολύ συχνά, βρέθηκαν να κατηγορούνται τα ίδια για την τύχη τους.

Αυτά τα λόγια γράφτηκαν το 1998, ένα χρόνο μετά όταν λόγω εξωτερικών πιέσεων φτιάχθηκε τo μνημείο του Ολοκαυτώματος στις εσχατιές της πόλης, κρυμμένο. Το ίδιο μνημείο που ακόμα και όταν μεταφέρθηκε στη γωνία ενός πάρκινγκ στο φυσικό του χώρο στην πλατεία Ελευθερίας, δε μπορεί να γίνει αποδεκτό όπως φαίνεται από την πρόσφατη προσπάθεια να ξηλωθεί στα πλαίσια της αναβάθμισης της. Ενα μνημείο που είναι επίκεντρο εκδηλώσεων τόσο σημαντικών, που κάθε χρόνο μεταφέρεται η ημερομηνία τέλεσης τους ώσαν η 25η Μαρτίου μερικές χρονιές εορτάζεται 23 και άλλες 27 για να πέσει τριήμερο να βολευτεί ο κόσμος.

Αυτές η μαρτυρίες είναι η αρχή, για να καταλάβουμε μια καταστροφή που δεν έχει ιστορικό προηγούμενο. Να καταλάβουν όχι μόνο οι εκατοντάδες χιλιάδες έλληνες που σήμερα επιλέγουν τους ίδιους δολοφόνους, με τη μη-πιστευτή πρόφαση του θυμού, στο πρόσωπο της Χρυσής Αυγής. Αλλά και όλους τους καλοπροαίρετους που αναγνωρίζουν το μέγεθος της σφαγής αλλά δεν συνειδητοποιούν ούτε τα διαφορετικά χαρακτηριστικά της, ούτε οτι αυτή δεν συνέβη σε ένα ιστορικό και κοινωνικό κενό αγνοώντας το ζήτημα της ευθύνης. Μια ευθύνη που υποχρέωσε την πρώτη μεταπολεμική γενιά να διαχειριστεί τη μνήμη ως ζήτημα αυστηρά εβραϊκό, ενώ η δημόσια εικόνα του Ολοκαυτώματος στην Ελλάδα σήμερα είναι ενός κακού που έγινε σε Αλλους, από κάποιους Αλλους, κάπου Αλλού.

Δεν πήγα στο Άουσβιτς αλλά κάθε μέρα ζω περπατώντας σε αυτή την πόλη τις συνέπειες του και ξέρω οτι όλα έχουν αλλάξει και τίποτα δεν έχει αλλάξει.

Αλλά εγώ, θυμάμαι.

οι φωτογραφίες και το βίντεο αποτελούν ιδιοκτησία της οικογένειας και η αναπαραγωγή τους επιτρέπεται μόνο για εκπαιδευτικούς σκοπούς με αναφορά στο παρόν κείμενο. Παράγωγα έργα δεν επιτρέπονται χωρίς την έγγραφη άδεια.

2 Responses to Νοεμή Βαένα (το γένος Καλαμάρο) – Θεσσαλονίκη, Αουσβιτς, Θεσσαλονίκη

  1. Pingback: Νοεμή Βαένα (το γένος Καλαμάρο) – Θεσσαλονίκη, Άουσβιτς, Θεσσαλονίκη | Eine Parodie der Utopie

  2. Η Ναομί ήταν θησαυρός. Με συγκίνησε αφάνταστα με την αφ’ηγησή της ιδιαίτερα όταν περιέγραφε την αγωνία που πέρασε με την υγεία του Σολομών όταν ήταν μωρό και πως παρά τα πενιχρά της μέσα και την αδυναμία της μετά το στρατόπεδο
    κατόρθωσε να τον αναστήσει. Δεν θα την ξεχάσω όσο ζω.

    Ρένα Μόλχο